- φοινικιστί
- φοινῑκιστί, Adv.A in the Phoenician or Punic tongue, Plb.1.80.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικιστί — in the Phoenician indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοινικιστί — Φοινῑκιστί , Φοινικιστί in the Phoenician indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικιστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων ή κατά τον τρόπο τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικίζω (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ἀττικισ τί). Η σημ. αυτή τού ρ. απαντά μόνο σε αυτόν τον επιρρμ. τ.] … Dictionary of Greek